- γαυρότης
- γαυρότης, η (Α) [γαύρος]1. η έπαρση, η αλαζονεία2. η θορυβώδης επίδειξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαυρότης — exultation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυρότητι — γαυρότης exultation fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυρότητος — γαυρότης exultation fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)